Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Ένα παραμύθι της γιαγιάς μου. Κ. Λ. Ιωάννου, Οδοντίατρος

Ένα παραμύθι που μου λέγε η γιαγιά μου πολλές φορές, μικρό παιδί «σαν ήμουνα» και δεν πήγαινα σχολείο ακόμη…


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γάτος (μάτσσορ), που τον έβαλαν οι σπιτικοί μας να πιάνει τα ποντίκια που πολλά είχαμε εκεί στα αμπάρια, καθώς και στο κελάρι μας, στο στάβλο και τον αχυρώνα μας. Σαν είδαν τα ποντίκια ότι γενιά τους, n φυλή τους αποδεκατίζεται, κάναν συνέλευση και αποφάσισαν για κάποιο χρονικό διάστημα να μη βγαίνουν από τις τρύπες τους που ήσαν κοντά στα αμπάρια μας. Πέρασε μια μέρα, δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα και τα ποντίκια δε βγαίναν από τις τρύπες τους . Ο γάτος μας άρχισε να στενοχωριέται, μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες...και ποντικός δεν φάνηκε.....
- Κάτι θα έχει γίνει, κάτι θα πρέπει να συναποφάσισαν, σκέφτηκε. Κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ...
Ντύθηκε λοιπόν ο γάτας μας καλόγερος, πήρε ένα μεγάλο κομπολόι με χάντρες και άρχισε να ψάλλει, να σταυροκοπιέται και να κάνει πολλές μετάνοιες εκεί στα αμπάρια... «Αλληλούια, αλληλούια»…
Κάποια στιγμή, ένα μικρό, περίεργο ποντικάκι, έβγαλε τα κεφαλάκι του από την τρύπα τους και είδε τον γάτο που έκαμνε τις μετάνοιες και που προσεύχονταν σκύβοντας και ανασηκώνοντας σώμα του. Γύρισε το ποντικάκι πίσω τρέχοντας και λαχανιασμένο είπε το και το στους άλλους ποντικούς.
Με τρέξιμο και τα άλλα ποντίκια πήγαν στις τρύπες τους, βγάλαν τα κεφάλια τους έξω και κοίταζαν και αυτά το θέαμα… «Αλληλούια... αλληλούια …», συνέχιζε ο γάτος... και με μισό μάτι κοίταζε προς τις τρύπες τους. Κάποια στιγμή, είπε στα ποντίκια:
-Ει, ποντικοί; (γκλούφτσι), ελάτε να φάτε σιταράκι και καλαμποκάκι. Εγώ πια αποφάσισα να αγιάσω, πήγα στους Αγίους Τόπους και έχω αγιάσει, έγινα Χατζής (Ατζζία), δεν πρόκειται να σας τρώω πια, καθώς εγώ θα νηστεύω, κρέας δεν θα τρώω, παρά μόνο χορταράκι (τρεβίτσσα κε σι πάσαμ)...
Ξαναμαζεύτηκαν οι ποντικοί και αποφάσισαν να στείλουν κάποια μικρά ποντικάκια, από τα πολλά που είχαν, να φάνε σιταράκι κάτω από τα αμπάρια.
Ο γάτος τα υποδέχτηκε με ευγένεια, με γλυκόλογα και τους έδειξε πού έχει σιταράκι. Νηστικά καθώς ήταν τα ποντικάκια, είχε στεγνώσει πια το βυζί της μάνας τους από την πείνα (Τ'ργκαϊ τ'ργκαϊ κόζζα ι κόσκι, δηλ: Τράβα τράβα δέρμα και κόκαλα. Τα ποντικάκια μια το σιταράκι έτρωγαν και μια το γάτο κοίταζαν. Ο γάτος τους χαμογελούσε και τους χάιδευε τα κεφαλάκια τους.
Σιγά-σιγά, άρχισαν να ξεθαρρεύουν και τα άλλα ποντίκια, και άρχισαν βγαίνουν και τα άλλα ποντίκια από τις τρύπες τους για να φάνε... Τρώγαν βιαστκά-βιαστικά και ξανάμπαιναν στις τρύπες τους.
Κάποια ποντίκια τρέξαν να αναφέρουν στους πιο μεγάλους ποντικούς. Αυτοί όμως δεν βγαίναν από τις τρύπες τους, «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες».
Ο γάτος έστειλε μήνυμα με κάποια ποντίκια για να έρθουν και οι μεγάλοι ποντικοί (σταρόιτε).
-Ελάτε να με συγχαρείτε που έγινα «Χατζής» και φέρτε μου μαζί σας νηστίσιμα φαγητά, τιμή να μου κάνετε (ντα με προτσσέστετε).
Τον πίστεψαν τον γάτο, οι μεγάλοι ποντικοί και φέραν μαζί τους νηστίσιμα φαγητά. Καιρός πια ήταν να συμφιλιωθούν με τον γάτο και να μην κυνηγάει κανέναν από τη γενιά τους, να σβήσουν οι παλιές έχθρες και τα μίση, καιρός πια για ειρήνη.....
Μέχρις εδώ όλα καλά, αλλά άλλο θέλαν τα ποντίκια και άλλο σκεφτόταν ο γάτας και αφού φάγαν όλα τα ποντίκια και γέμισαν τις κοιλιές τους τις άδειες, και αφού τσούγκρισαν τα ποτήρια και ήπιαν και κρασάκι από το βαρέλι που ήταν δίπλα στα αμπάρια, τα 'ριξαν στο τραγούδι. Ο γάτος τους ζήτησε να σύρουν τα χορό και μετά να φύγουν.
Όρμησαν τα ποντίκια να χορέψουν, πρώτες - πρώτες οι θηλυκές, ως συνήθως, και μετά έρχονται και πιάνονται και οι αρσενικοί ποντικοί. Κέφι και τραγούδι, γλέντι και χορός.
Ένας γέρος ποντικός καθόταν κοντά στην τρύπα του και δεν έβγαινε. Είχε βγάλει μόνο το κεφάλι του πιο έξω και ψιθύριζε στα ποντίκια:
Εί ποντικοί, ψιθύριζε, και το χορό κρατάτε και στην τρύπα να κοιτάτε. (Όρο ίγκραϊτε ι ντούπκα πούλετε)
Ο ποντικός αυτός δεν πίστευε τον γάτο, καθώς είχε ξεφύγει πολλές φορές από τα σουβλερά νύχια του. Πληγές είχε ακόμα στο σώμα του…
Ο γάτος όμως άκουσε αυτά που ψιθύριζε ο γέρο ποντικός, πολύ άχτι τον είχε, και αμέσως όρμησε στα ποντίκια και έπνιξε όσα πρόλαβε. Πατείς με πατώ σε, τρέχαν τα ποντίκια να κρυφτούν  σαν τυφλές αρκούδες. (Κο κιόρι μέτσσκι μπέγκαγια).
Από τότε μέχρι σήμερα μισιούνται ο γάτος και τα ποντίκια. Ειρήνη δεν μπόρεσαν να κάνουν ποτέ τους.