Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Το Τραίνο. Γράφει ο K.Δ. Ιωάννου - Οδοντίατρος

 Το βλέπαμε από τα λιβάδια μας, τα γκράτσκι λιβάδια, σαν φίδι να σέρνεται πέρα από τα Φλωρινιώτικα χωράφια, σφυρίζοντας να χάνεται πίσω από τις συστάδες των δένδρων, να ξαναεμφανίζεται πιο πάνω, να ξαναχάνεται και μετά να χώνεται μέσα στα πρώτα σπίτια της Φλώρινας, εκεί προς τσιφλίκι μεριά και προς τον Άη–Γιώργη... τσαφ τσουφ, τσαφ-τσουφ...ου ου...ου ου ου... Από κοντά δεν είχα δει το τραίνο, μόνο το έβλεπα από μακριά και το άκουα που σφύριζε. Κάποιες φορές το έβλεπα και από το βουνό, από τη μ'ζγκάλκα να διασχίζει τον καταπράσινο κάμπο της Φλώρινας, μαύρο, κατάμαυρο, αφήνοντας πίσω του μαύρο καπνό…
Μεγάλα χαρά αισθάνθηκα όταν μου είπε n μητέρα μου πως θα πάμε στο σταθμό, στη Φλώρινα, να περιμένουμε τον παππού μας, τον ντέντο Στέφο, που θάρχονταν από τον Καναδά…!!
Μ'ζγκάλκα (Πέτρινη αρχαία γλίστρα στη Σκοπιά)
Καβάλα στο γάιδαρό μας, με τα καινούργια μου ρούχα, n μάνα μου στο σαμάρι καθισμένη στη μια πλευρά, και εγώ πίσω, στα καπούλια του γαϊδάρου μας ξεκινήσαμε για το σταθμό με έναν γάιδαρο παλαβό και ζωηρό, π'ρλε τον φωνάζαμε, που γκάριζε συνέχεια σαν έβλεπε άλλον γάιδαρο και που αφήνιαζε όταν συναντούσε καμιά γαϊδάρα, ρεζίλι μας έκανε... Πάνω στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, χτυπούσαν «τάκα – τουκ, τάκα τουκ» οι πεταλωμένες οπλές του γαϊδάρου μας και κάθε τόσο σταματούσε να μυρίσει τις σβουνιές που ’σαν αραδιασμένες πάνω στην άσφαλτο από άλλους γαϊδάρους. Κάτω δεξιά, απλώνονταν ο πολύχρωμος κάμπος της Φλώρινας και της Σκοπιάς. Πάνω στην Κούλα, αριστερά, βόσκαν τα πρόβατα του Δογούλη...
Κάποια στιγμή φθάσαμε στο Σταθμό. Κόσμος πολύς μαζεμένος εκεί, κάποιοι θα ταξίδευαν, κάποιοι θα ξεπροβόδιζαν και κάποιοι θα υποδέχονταν, όπως εμείς. Αγωγιάτες, ταξιτζήδες, καροτσιέρηδες, χαμάληδες, περίμεναν και αυτοί, κοιτάζοντας κάθε τόσο το ρολόι τους. Ο κόσμος κοντά στις γραμμές του τραίνου κοίταζε μακριά, προς το βάθος των γραμμών. Περιεργαζόμουν τα πάντα, όλα ήσαν πρωτόγνωρα, τους πάντες εξέταζα από πάνω μέχρι κάτω...
«Κουλούριαααα, σιμίτιααα», φώναζε ένας νεαρός, μαύρος, ψηλός και χοντρός, έχοντας μια μαύρη τάβλα στο κεφάλι του..
Ένας κοντός, μικρόσωμος άντρας, περασμένης κάπως ηλικίας, φορούσε λαστιχένιες παντόφλες, έκοβε βόλτες πάνω - κάτω, έχοντας συνέχεια τα χέρια του πίσω, με το τσιγάρο αναμμένο, μας κοίταζε όλους, μια τον έναν, μια τον άλλον. Εμείς κοιτάζαμε αυτόν κι αυτός κοιτούσε εμάς.
Ένας άλλος, με κόκκινο φέσι στο κεφάλι, με μια μαύρη φούντα να κρέμεται από πίσω, γιλέκο αμάνικο φορούσε, καρό, κόκκινο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, μάλλινο, φαρδύ σαν βράκα, που έφτανε λίγο πιο κάτω από τα γόνατα, με μαύρες, μάλλινες κάλτσες και γυαλισμένο μαύρο σκαρπίνι, χτυπώντας δυνατά τις κίτρινες χάντρες του κομπολογιού του, έκοβε και αυτός βόλτες πάνω – κάτω, έχοντας το ένα χέρι πίσω και στρίβοντας κάθε λίγο και λιγάκι τις άκρες του μαύρου τσιγκελωτού μουστακιού του.
Κάποιος με στολή και πηλίκιο, ψηλός, όμορφος, βγήκε σφυρίζοντας από ένα γραφείο, φ'ρρ φ'ρρρ, φούσκωναν τα μάγουλά του και κρατούσε σηκωμένο έναν στρόγγυλο δίσκο, κόκκινο από τη μια πλευρά και πράσινο από την άλλη, έδιωχνε τον κόσμο από τις ράγες του τραίνου.
Τσαφ, τσουφ, τσαφ, τσουφ, πλησίαζε σιγά-σιγά το τραίνο αγκομαχώντας, σιδερένιο, βαρύ, γυρνούσε τις ρόδες του πάνω στις σιδερόβεργες και κόσμος, πολύς κόσμος στα παράθυρα του τραίνου, έχοντας βγαλμένα κεφάλια και χέρια έξω, χαιρετούσαν και γελούσαν...
Χαρές, φωνές, αναπηδητά από κάτω, χέρια σηκωμένα να κουνιούνται, «νάτος, νάτος!» να φωνάζουν...
Τελευταίος, κατέβηκε, νάτος, αυτός με το ρεμπούμπλικο στο κεφάλι, με τα άσπρα μαλλιά στα πλάγια, αδύνατος, ρυτιδιασμένος, με την πλάτη κάπως λυγισμένη, κοίταξε προς το μέρος μου και όρμησε με χαρά να μας αγκαλιάσει. Τα ρούχα του μοσκοβολούσαν άρωμα, ήταν πεντακάθαρα, το πρόσωπό του φρεσκοξυρισμένο και αρωματισμένο...
Δεν χόρταινε ο παππούς μου να με κοιτάζει, να με καμαρώνει, να με αγκαλιάζει και να με φιλάει...
-Ποράστε μπρε πίλε τι, μάζζε σε στόρι, φτου μασσσαλά…! (Δηλ.: «Μεγάλωσες πουλάκι μου εσύ, αντράκι έγινες, φτου… σου»).
Φορτώσαμε στο γάιδαρό μας ένα μπαούλο και δύο μεγάλες βαλίτσες, όλα κλειδωμένα. Με σήκωσε και μένα ο παππούς και με έβαλε πάνω στο σαμάρι του γαϊδάρου, με τα πόδια μου να κρέμονται μπροστά και στο χέρι μου το καπίστρι του γαϊδάρου, ξεκινήσαμε για το χωριό, για το σπίτι.
Όλα ήταν χαρούμενα γύρω μας. Στο γράμμα του μας έγραφε ο παππούς πως θα έφερνε πολλά παιχνίδια για μένα και τον αδελφό μου, τον Βάσε, πιστόλια, μπίλιες, μπάλα, καπέλο καουμπόικο και καψούλια, ρούχα καινούργια καναδέζικα, πουκάμισα και μπουφάν δερμάτινο, μπλε, που είχε στα μανίκια του κάτι διακριτικά, στα πλάγια κάτω από τους ώμους… Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στο χωριό και να ανοίξουμε τις βαλίτσες και το μπαούλο...
Φτάσαμε στο χωριό, μπαίνουμε στο σπίτι του παππού, όπου ήταν n γιαγιά Φάρα, καλοντυμένη, με την καινούργια αντερία και κιουρντία, τον περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές και την αυλή σκουπισμένη...
-Ντέα σι μόρι μπάμπω, στίγκνα μόμτσε το.... (Δηλ.: «Πού είσαι γιαγιά μου, έφτασε ο γαμπρός...»).
-Τούκα σι μπρε ντέντο, νεβέστα τα τε τσέκα! (Δηλ.: «Εδώ είμαι γέρο, n νύφη σε περιμένει!»).
Αγκαλιές, αναφιλητά, δάκρυα βρέχουν τα μάγουλά τους. Πρόσωπα γερασμένα, πρόσωπα που ’χάσαν τον ανθό της νιότης τους, χώρια τόσα χρόνια, μακριά ο ένας από την άλλη, φιλιούνται, αγκαλιάζονται...
Ο παππούς αναπλήρωσε το κενό που μας άφησε ο ξενιτεμένος πατέρας μου. Με αυτόν, με τον παππού πηγαίναμε στα χωράφια, κουβαλούσαμε χόρτο, τριφύλλι, ξύλα, μήλα από το φυτώριο, με τους δύο γαϊδάρους μας τώρα πια, ο παππούς αγόρασε γάιδαρο από τον Ζώλη...
Από μακριά, από τα γκράτσκι, κοίταζα συχνά το τραίνο που έφευγε και ερχόταν...
Μετά ένα χρόνο περίπου ξαναπήγαμε στο σταθμό με τον γάιδαρο και δύο βαλίτσες φορτωμένες. Θα έφευγε ο μεγάλος μου αδελφός, ο Πέτσες, για τον Καναδά. Όλη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε με τον αδελφό μου, καθισμένοι στο κρεβάτι. Κλαίγαμε, «μη φεύγεις μπάτε, του έλεγα, πού θα μας αφήσεις;». Ο Πέτρος κρατούσε μια φωτογραφία στο χέρι και την κοίταζε βουρκωμένος, δίπλα στη ραπτομηχανή της μάνας μου Singer έγραφε, ήταν και n λάμπα πετρελαίου και σιγόκαιγε, πάνω στον τοίχο... Αργά μας πήρε ο ύπνος...
Το πρωί ακούσαμε τη φωνή της μάνας:
-Άιντε Πέτσε, σηκωθείτε, το τραίνο να προλάβουμε! Ντύθηκα βιαστικά και κατέβηκα κάτω στην αυλή. Ο γάιδαρος σαμαρωμένος, οι βαλίτσες κάτω στο χώμα, ο παππούς περίμενε, οι συγγενείς περίμεναν, τα ξαδέλφια, οι θείοι, που θα ξεπροβοδίζαμε τον Πέτρο.
-Άιντε Πέτσε, άιντε!!!
Ο Πέτρος δεν κατέβαινε, αργούσε, καθυστερούσε...
-Άιντε, πίλε, άιντε, φώναξε n για¬γιά μου n Λαζούϊτσα...
-Ι τι μόρι μπάμπω με τέρας... (Δηλ.: «Κι εσύ γιαγιά μου με διώχνεις...»).
Με βαριά βήματα, σκεφτικός, αμίλητος, κατέβηκε τις σκάλες του σπιτιού μας ο Πέτρος. Στενοχωρημένος, ξενύχτης, με γουρλωμένα, κλαμένα μάτια, ήρθε κοντά μας καλοντυμένος, φρεσκοξυρισμένος...
Φάλαγγα ξεκινήσαμε για τη Φλώρινα, για το Σταθμό, όλη n γειτονιά μας συνόδεψε, όλοι οι συγγενείς, όλοι οι φίλοι του Πέτρου. Στο Σταθμό τον περίμεναν και οι συμμαθητές του από το Γυμνάσιο για να τον αποχαιρετήσουν. Μια ξανθομαλλούσα κοπελίτσα, κλαμένη, καθόταν σε μια άκρη, εκεί στη γωνία του κτιρίου του σταθμού και του κουνούσε το χέρι από μακριά. Ο αδελφός μου ξέσπασε σε κλάματα, κλάματα με λυγμούς, με αγκάλιασε και άρχισε να με φιλάει. Ήθελε να δικαιολογήσει το ξέσπασμά του...
Τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ, άρχισε το τραίνο, έβαλε μπρος στη μηχανή του. Μαύρος καπνός, μαύρος σαν την ψυχή μας, ανέβαινε στα πεταχτά προς τα πάνω. Φυσούσε και ξεφυσούσε το τραίνο, ατμός έβγαινε από τα πλάγια, από τις μπροστινές ρόδες. Τα βαγόνια αραδιασμένα και ο κόσμος ανέβαινε στο τραίνο. Οι περισσότεροι κλαμένοι, με τα μαντήλια στα χέρια να σκουπίζουν τα δάκρυά τους. Ξεπροβόδιζαν όλοι τους τα νιάτα, τα νιάτα της Φλώρινας, που έφευγαν μακριά, και δεν ήξεραν πότε θα ξαναγυρίσουν...
Ένας καλοντυμένος με στολή και πηλίκιο, πλησίαζε σφυρίζοντας και άρχισε να γυρίζει ένα τροχό. Σήκωσε το δείκτη που κρατούσε και το τραίνο άρχισε να σφυρίζει...
«Ου,ου,ου,τσαφ,τσουφ,τσαφ, τσουφ». Αυτό ήταν... Τέλειωσε... Φύγαν... Μείναμε αποσβολωμένοι, κλαμένοι. Το τραίνο χάθηκε στο βάθος, τα κεφάλια από τα παράθυρα του τραίνου και τα χέρια που κουνιούνταν μπήκαν μέσα...
Μαύρες κάργες πετούσαν πάνω από τις λεύκες του σταθμού, ο κόσμος σκυφτός, αμίλητος, αποχωρούσε...
Πήραμε το δρόμο για το χωριό καβάλα στο γάιδαρο εγώ, η μάνα μου πίσω μου σιγόκλαιγε και ακολουθούσε με βήματα βαριά. Ξερά τσάκνα μάζευε από τις άκρες του δρόμου για να τα πάει στο σπίτι για το τζάκι...
Ο μπαμπάς στον Καναδά, τώρα μας πήρε και τον αδελφό μου. Μείναμε οι τέσσερίς μας στο σπίτι. Η μάνα μου, εγώ, ο αδελφός μου ο μικρότερος και n γιαγιά...
Στα γκράτσκι λιβάδια θερίζαμε με την κόσα. Στο βάθος προς τη Φλώρινα, φάνηκε το τραίνο να σέρνεται και να σφυρίζει. Μαύρο, κατάμαυρο, μαύρο σαν καλιακούδα, τσαφ, τσουφ, τσαφ, τσουφ, αυτό το βιολί του... Πηγαινοέρχεται μια πάνω, μια κάτω. Οι μαύρες κάργες πέταξαν τρομαγμένες από τα καραγάτσια και τα δέντρα του σταθμού.
Ου, ου, ου....μουντζούρη, ου να μου χαθείς, που μου πήρες τον αδελφό μου, τον μπάτε μου... Ού ντα τι γκο σέραμ πάμπουρο (βρισιά).
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα ΗΧΩ της Φλώρινας την Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011